Απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Θεωρία του Πολέμου» εκδ. Θεμέλιο
…Περνάµε τώρα στην τρίτη και στενότερη έννοια του γεωπολιτικού δυναµικού, η οποία είναι αµεσότερα συνδεδεµένη µε γεωγραφικά δεδοµένα καί πρέπει να αναλύεται συγκριτικά, γιατί η γεωγραφία δίνει πλεονεκτήµατα καί µειονεκτήµατα µονάχα σε σχέση µε κάποιον άλλον, και ό,τι είναι από τη µια άποψη πλεονέκτηµα µπορεί από άλλη να συνιστά µειονέκτηµα ή αντίστροφα· ο ηπειρωτικός όγκος της Ρωσσίας στάθηκε µοιραίος για τον Ναπολέοντα καί τον Hitler, της στέρησε όµως τις άµεσες προσβάσεις προς τις θερµές θάλασσες.
Η συγκριτική ανάλυση του γεωπολιτικού δυναµικού της Ελλάδας και της Τουρκίας µ’ αυτήν τη στενότερη έννοια συνδέεται ιδιαίτερα µε το πρόβληµα της πιθανής στρατηγικής φυσιογνωµίας ενός ελληνοτουρκικού πολέµου στο προσεχές ή απώτερο µέλλον.
Ας πιάσουµε το νήµα του προβλήµατος φέρνοντας στον νου µας το µοιραίο δίληµµα, στο όποιο ενεπλάκη η ελληνική πλευρά κατά τη µικρασιατική εκστρατεία: για να κρατηθεί η Σµύρνη έπρεπε να καταληφθεί η Άγκυρα – καί πάλι χωρίς µεγαλύτερη βεβαιότητα τελικής νίκης απ’ όσην είχε ο Ναπολέων καταλαµβάνοντας την Μόσχα. Αυτό σηµαίνει: το βάθος του χώρου κατάπιε τον ελληνικό στρατό, έστω κι αν δεν πολεµούσε σε τόπο ολότελα ξένο.
Από τότε άλλαξαν φυσικά πολλά πράγµατα, και θα δούµε ως προς τι· όµως δεν άλλαξαν τόσο απόλυτα, ώστε η κατανοµή και το βάθος του χώρου να µη βαραίνουν καθόλου στην πλάστιγγα, προ παντός όταν η έκβαση του πολέµου πρόκειται να κρίνει την τύχη (και) εδαφικών διεκδικήσεων.
Το στοιχειώδες και συνάµα καθοριστικό γεωγραφικό δεδοµένο είναι διττό. Αφ’ ενός η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική, αφ’ έτερου συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου (δηλαδή µε εξαίρεση το µικρό ευρωπαϊκό τµήµα της Τουρκίας) χώρο συµπαγή και ολότµητο, ενώ ο ελληνικός χώρος (και µάλιστα η κρίσιµη ως θέατρο πολέµου περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλάδα από τον Έβρο µέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρµένα και µεµονωµένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες. Το στρατηγικό πλεονέκτηµα που δίνει η τέτοια κατανοµή του χώρου στην τουρκική πλευρά είναι προφανές.
Ο κατακερµατισµένος ελληνικός χώρος µπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τµήµατα, ακόµα και πολύ µικρά· ο εχθρός δεν είναι υποχρεωµένος να εµπλακεί στην πολεµική περιπέτεια κατάληψης ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειµένου ν’ αποσπάσει ένα τµήµα της, όποιο θέλει ή εν πάση περιπτώσει όποιο µπορεί· αφού καταλάβει ένα τµήµα, έχει τη δυνατότητα, εφ’ όσον υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια κατάσταση, δηµιουργώντας σε σχετικά σύντοµο διάστηµα τετελεσµένα γεγονότα. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα (µε ελάχιστες παρήγορες εξαιρέσεις, για τις όποιες θα µιλήσουµε παρακάτω) να αποσπάσει από τον µεγάλο και συµπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο ένα µικρότερο ή µεγαλύτερο κοµµάτι χωρίς να περιπλακεί, mutatis mutandis, στο τραγικό δίληµµα του 1922.
Εάν π.χ. για λόγους αντιπερισπασµού συγκροτούσε προγεφυρώµατα στον παράκτιο µικρασιατικό χώρο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάµεις θα µπορούσαν ακόµα και να τ’ αγνοήσουν εντελώς, στρεφόµενες εναντίον τους µόνον αφού θα είχε πια κριθεί η έκβαση στα κύρια θέατρα του πολέµου· γιατί τέτοια προγεφυρώµατα έτσι κι αλλιώς θ’ αποκόπτονταν ή δεν θα κατάφερναν να εδραιωθούν µακροπρόθεσµα, αποτελώντας εφαλτήρια για περαιτέρω διείσδυση. Η κατάληψη τουρκικών εδαφών από ελληνικής πλευράς προσκρούει στο βάθος του χώρου, όχι όµως και η κατάληψη ελληνικών εδαφών από τουρκικής πλευράς.
Πώς µπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέµου, τα σοβαρά γεωγραφικά της µειονεκτήµατα; Θα επισηµάνουµε τέσσερα σηµεία, χωρίς να τα εννοούµε ούτε ως αναβαθµούς µιας κλιµάκωσης ούτε ως στόχους Ιεραρχηµένους σύµφωνα µε τη στρατηγική τους σηµασία – µολονότι τα δύο τελευταία πρέπει να υπογραµµισθούν ιδιαίτερα, ωστόσο µόνον η ενεργή συνύπαρξη καί των τεσσάρων µπορεί να δώσει στην ελληνική πλευρά αξιόλογες πιθανότητες νίκης.
Όπως είναι αυτονόητο, η ανάλυση αυτή περιορίζεται σε θεµελιώδη στρατηγικά µεγέθη και απλώς θίγει, όπου αυτό φαίνεται απαραίτητο, επιχειρησιακές επόψεις (δηλαδή µείζονες στρατιωτικές ενέργειες µέσω της σύµπραξης περισσότερων µονάδων), ενώ το τακτικό επίπεδο δεν συζητείται καθόλου, ούτε και µπορεί να συζητηθεί άλλωστε: γιατί σε µια γενική πολεµική σύρραξη Τουρκίας και Ελλάδας δεν θα υπήρχε ένα και µόνο πεδίο µάχης, πάνω στο οποίο, αν το υπέθετε κανείς γνωστό εκ των προτέρων, θα υπολογίζονταν λεπτοµερώς oι κινήσεις των εµπολέµων, αλλά διάφορα ευρύτερα θέατρα πολέµου µε ουσιώδεις διαφορές µεταξύ τους.
Ας αρχίσουµε από το ζήτηµα των πιθανών εδαφικών απωλειών και κερδών, καθώς µου φαίνεται προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα συνδέσει την αιτιολόγηση και τη διεξαγωγή του πολέµου εκ µέρους της µε εδαφικές διεκδικήσεις. Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχηµα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των προσβαλλόµενων εδαφών της. Αν αυτά ήσαν περισσότερα του ενός και αν δεν ήταν δυνατή η επιτυχής υπεράσπιση όλων τους, τότε oι Τούρκοι θα είχαν στο τέλος ένα καθαρό κέρδος, έστω και αν αυτό ήταν µικρό ή εκ των υστέρων φαινόταν «δυσανάλογο» (η έννοια είναι βέβαια σχετική) προς τις αντίστοιχες θυσίες.
Γι’ αυτόν τον λόγο η ελληνική πλευρά πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθµισµα για µόνιµες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό αντάλλαγµα σε µεταγενέστερες διαπραγµατεύσεις. Το πού πρέπει να αναζητηθούν τα κέρδη αυτά, µε δεδοµένο τον κατά βάση συµπαγή και ολότµητο χαρακτήρα του τουρκικού εθνικού χώρου, µας το δείχνει µια γρήγορη επισκόπηση των τριών πιθανών θεάτρων του πολέµου: της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου.
Στη Θράκη, ή µάλλον στον Έβρο, η πυκνή συγκέντρωση στρατευµάτων και από τις δύο πλευρές σηµαίνει ότι όποιος καταφέρει να διασπάσει πρώτος τις αντίπαλες γραµµές θα έχει τη δυνατότητα να αποκόψει αµέσως, µ’ έναν κυκλωτικό ελιγµό σχεδόν επί τόπου, µεγάλες εχθρικές µονάδες. Όµως αυτός δεν είναι ο µόνος λόγος, για τον οποίο οι ελληνικές δυνάµεις θα πρέπει εξ αρχής να επιδιώξουν µε κάθε θυσία (και η πυκνή συγκέντρωση θα απαιτήσει κατά πάσα πιθανότητα σοβαρές θυσίες) τη διάσπαση του εχθρικού µετώπου και να µην αρκεσθούν σε µιαν παθητική άµυνα. Μια γρήγορη προέλαση τεθωρακισµένων µονάδων στην Ανατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το πεδινό έδαφος και οι περιορισµένες αποστάσεις, θα µπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα το σηµαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε οποιεσδήποτε εδαφικές απώλειες σε άλλες περιοχές.
Πράγµατι, πουθενά άλλου εκτός από τη Θράκη η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα αξιόλογης κατάκτησης εδαφών, οσοδήποτε περιορισµένη κι αν κρίνει κανείς αυτή τη δυνατότητα· πάντως υπάρχει, κι αφού είναι η µόνη πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο καί µε συνέπεια.
Στο θέατρο του Αιγαίου, καθώς είπαµε, δεν έχει κανένα νόηµα η προσπάθεια δηµιουργίας προγεφυρωµάτων στη µικρασιατική ακτή, έστω κι αν τα προγεφυρώµατα αυτά θα µπορούσαν να κρατηθούν για λίγο, η µόνη ενέργεια, η οποία θα µπορούσε ν’ αποφέρει εδώ εδαφικά οφέλη, θα ήταν µια κατάληψη της Ίµβρου και της Τενέδου, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό ναυτικό θα ήταν σε θέση να την καλύψει (την αεροπορική κάλυψη τη θεωρούµε θεµελιώδη και αυτονόητη τόσο σε µιαν απόβαση στα νησιά όσο και σε µιαν προέλαση στη Θράκη· όµως το πρόβληµα της κυριαρχίας στον εναέριο χώρο είναι τόσο κρίσιµο, ώστε θα µιλήσουµε γι’ αυτό χωριστά).
Τέλος, στην Κύπρο η ελληνική πλευρά πολύ λίγα πράγµατα έχει να περιµένει. Και αν µπορέσει να υπερασπίσει κάτι, αυτό θα είναι δυνατόν µονάχα εάν ο κυπριακός πληθυσµός στο σύνολό του φανεί διατεθειµένος να πολεµήσει, αν χρειαστεί, µε νύχια και µε δόντια. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε το 1974, όταν είδαµε βέβαια την τραγωδία των Κυπρίων, αλλά δεν είδαµε µιαν επίµονη παλλαϊκή αντίσταση µέχρις εσχάτων. Όµως τούτη τη φορά δεν υπάρχει νότος για να καταφύγει κανείς. Υπάρχει µόνον η θάλασσα.
Το δεύτερο σηµείο, που επιθυµούµε να υπογραµµίσουµε, είναι η ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάµεων. Ο γεωγραφικός κατακερµατισµός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασµό αντίστοιχου κατακερµατισµού των ενόπλων δυνάµεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψή του. Ο πειρασµός αυτός µπορεί να αποβεί θανάσιµος, άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ’ εαυτόν ουτοπικός.
Η αριθµητική υπεροχή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της της δίνει εξ αντικειµένου ορισµένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παραπλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων µε σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασµός του κατακερµατισµού των δυνάµεων.
Αντίστοιχα µεγάλη επαγρύπνηση και διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση προστασία των πάντων, θα πρέπει επίσης, λόγω της αριθµητικής µειονεξίας και της απόλυτης αναγκαιότητας αεροπορικής παρουσίας σε όλα τα καίρια επιχειρησιακά σηµεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα µοίρα την προάσπιση πόλεων καί αµάχων πληθυσµών και να επικεντρώσει τα διαθέσιµά της όχι στην κάλυψη χώρου, αλλά αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρικών ενόπλων δυνάµεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πρίν προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως.
Προκειµένου να εκπληρωθεί ο υπέρτατος αυτός σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθµητικά υποδεέστερος την απώλεια εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων µε ανοιχτά τα πλευρά του, πράγµα που θα πρέπει ν’ αναπληρώνει µε ευελιξία και ταχύτητα. Όµως η τελική έκβαση θα κριθεί µε βάση τα όσα θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας του πολέµου. Πόλεµος σηµαίνει προαρχικά επιδίωξη συντριβής των εχθρικών ενόπλων δυνάµεων, απ’ αυτήν εξαρτώνται κι απ’ αυτήν απορρέουν όλα τα άλλα. Καί εάν αυτή επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας να συγκεντρώσει τις δυνάµεις του την αποφασιστική στιγµή στο αποφασιστικό σηµείο.
Κατά τρίτον λόγο, η ελληνική πλευρά δεν θα µπορέσει να αντισταθµίσει τα γεωγραφικά της µειονεκτήµατα έναντι της τουρκικής αν δεν καλύπτει µε ικανή δύναµη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι απλώς τα θέατρα του πολέµου και περιορισµένο βάθος του χώρου γύρω τους. ∆εν είναι δύσκολο να κατανοήσουµε γιατί.
Το µικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολόκληρη την επιφάνειά του µε όπλα µικρότερου βεληνεκούς (ήδη η Τουρκία αποκτά αµερικανικούς πυραύλους ATACMS µε βεληνεκές 120- 300 χλµ.) καθώς και µε αεροπλάνα που διαθέτουν µικρότερη ωφέλιµη ακτίνα δράσεως από τα ελληνικά. Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά µεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εµβέλεια της ελληνικής δύναµης πυρός, όπλα µεγαλυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία έφτασε να συζητεί ακόµα και µε την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους- εδάφους µεγάλου βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα µε µεγαλύτερη ωφέλιµη ακτίνα δράσεως· ας σηµειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα µπορούν, ξεκινώντας από τα µακρινότερα ως προς εµάς αεροδρόµια της Ανατολίας (Μπάτµαν, Έρζουρούµ), να ανεφοδιάζονται στον αέρα όσο ακόµα βρίσκονται µέσα στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν έτσι αποστολές µέσα στην ελληνική επικράτεια σα να είχαν απογειωθεί από αεροδρόµια των µικρασιατικών παραλίων. (σ.σ. ήδη η Τουρκία έχει αποκτήσει πυραύλους S-400, κατασκευάζει φονικά drones και είναι έτοιμη να πάρει και τα F-35, ενώ έχει μια πολεμική βιομηχανία που παράγει άφθονο αναλώσιμο πολεμικό υλικό).
Άρα, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική πλευρά, ακόµα κι αν θα επιθυµούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο µε ένα προληπτικό χτύπηµα, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα έβρισκε τον κορµό των αεροπορικών του δυνάµεων στα πλησιέστερα αεροδρόµια. Το κρίσιµο τούτο πρόβληµα λύνεται µόνον µε πυραυλικά συστήµατα κατάλληλου βεληνεκούς καί µε ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασµού των ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π.χ. µεταξύ Κρήτης και Κύπρου). (σ.σ. κάποιους πυραύλους S-300, που ξέμειναν εδώ λόγω Κύπρου, η Ελλάδα τους έχει κάπου παροπλισμένους στην Κρήτη, αντί να είναι εδώ απέναντι στο τουρκικό έδαφος).
Τα πράγµατα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα καί η Κύπρος δεν ήσαν κράτη µε de facto µειωµένα κυριαρχικά δικαιώµατα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιόνταν ούτε άµεσα ούτε έµµεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωµένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως casus belli η Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυβέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει αεροπορικές δυνάµεις στο έδαφός της, οι οποίες θα µπορούσαν να πλήξουν άµεσα την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας. Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα είναι εξίσου εγγυήτρια ∆ύναµη του κυπριακού κράτους και εποµένως έχει τουλάχιστον τα ίδια δικαιώµατα µε την Τουρκία να εγκαταστήσει εκεί τις Ένοπλες δυνάµεις της. Αλλά τέτοιες παλικαριές ούτε καν να τις ονειρευθεί δεν τολµά όποιος είναι υποχρεωµένος να επαιτήσει το τελευταίο ανταλλακτικό και την τελευταία βίδα.
Τέταρτο και τελευταίο, µπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναµη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (µαζικό) πλήγµα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγµα το επιβάλλει σήµερα όχι κάποια «πολεµοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστηµάτων: η λογική του µέσου αυτονοµείται, όπως αναφέραµε στίς εισαγωγικές µας παρατηρήσεις, και προσδιορίζει ουσιωδώς τον προσανατολισµό της πολεµικής στρατηγικής.
Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αµυντικό δόγµα», εννοεί ότι, φοβούµενη µήπως εκτεθεί στα µάτια της διεθνούς κοινής γνώµης και των συµµάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέµου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων καί το πλεονέκτηµα του πρώτου (µαζικού) πλήγµατος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει µόνη της και εκ προοιµίου την καταδίκη της. Με δεδοµένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (µαζικό) πρώτο πλήγµα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά.
Σε παλαιότερους πολέµους, διεξαγόµενους στην ξηρά, µπορούσε ενδεχοµένως να αφεθεί στον εχθρό η επιθετική πρωτοβουλία εως ότου εξαντλήσει τίς δυνάµεις του. Όµως αυτό προϋπέθετε ότι ο αµυνόµενος κατείχε θέσεις φυσικά ή τεχνητά οχυρές που του επέτρεπαν να κρατήσει τις δικές του δυνάµεις σχετικά αλώβητες ώσπου να περάσει στην αντεπίθεση. Σήµερα, η δύναµη και το βεληνεκές του πυρός από κάθε κατεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση και η µετάθεση του πολεµικού κέντρου βάρους από την ξηρά στον αέρα ακυρώνει αυτήν την προϋπόθεση· δεν υπάρχουν πια κρυψώνες για τις ένοπλες δυνάµεις, και το (µαζικό) πρώτο πλήγµα αποσκοπεί ακριβώς στην εξουδετέρωση των µέσων µιας αντεπίθεσης σε ευρεία κλίµακα.
Οι ίδιοι αυτοί τεχνικοί παράγοντες καθιστούν τον χρόνο αποφασιστικό µέγεθος, µε άλλα λόγια προσδίδουν στην εναρκτήρια φάση του πολέµου καθοριστική σηµασία. Ό,τι δεν κερδίζεται ή ό,τι χάνεται στη φάση αυτή είναι δυσκολότατο ν’ αποκτηθεί ή να αναπληρωθεί κατόπιν. Γι’ αυτό και το πρώτο πλήγµα, το οποίο εγκαινιάζει την καθοριστική εναρκτήρια φάση του πολέµου, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν µαζικότερο και καιριότερο.
Πρώτο πλήγµα, µε τη στρατηγική σηµασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισµός που πέφτει κατά το πρώτο «θερµό επεισόδιο» µιας πολεµικής αντιπαράθεσης· είναι µια συντονισµένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάµεων προς εκµηδένιση των ζωτικών σηµείων του εχθρικού πολεµικού δυναµικού, ιδίως όσων εµφανίζονται κρίσιµα µέσα στη δεδοµένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιµάκωσης ενός τοπικού «θερµού επεισοδίου», αλλά και πολύ νωρίτερα ακόµα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση· το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγµατος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σηµαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρµόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέµενος µε την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου.
Καθώς το γεωπολιτικό δυναµικό της Τουρκίας µακροπρόθεσµα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας µακροπρόθεσµα συρρικνώνεται, ο επιτιθέµενος µε την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν µπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία· ανεξάρτητα από εθνικές µυθολογίες, το γεγονός τούτο δεν έχει καµµία σχέση µε ηθικές ή φυλετικές ιδιότητες, αλλά οφείλεται στη διαµόρφωση του συσχετισµού των δυνάµεων, και τα πράγµατα θα αντιστρέφονταν αν αντιστρεφόταν και ο συσχετισµός των δυνάµεων.
Αλλά όποιος, θέλοντας και µη, υιοθετεί αµυντική στρατηγική στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι’ αυτόν καί µόνον τον λόγο υποχρεωµένος να υιοθετήσει αµυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο. Τα δύο επίπεδα δεν πρέπει να συγχέονται κατά κανένα τρόπο. Άλλο είναι η άµυνα ως ιστορικοπολιτικός σκοπός και άλλο η άµυνα ως στρατιωτικό µέσο, άλλο ο αµυντικός χαρακτήρας ενός πολέµου και άλλο η αµυντική διεξαγωγή ενός πολέµου.
Άλλωστε από στρατιωτική άποψη η καθαρά αµυντική διεξαγωγή πολέµου στερείται νοήµατος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναµε στα σοβαρά, θα σήµαινε ότι ο επιτιθέµενος µπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιµώρητα, διατρέχοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προετοιµασθεί για να ξαναδοκιµάσει. Καµµιά άµυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εµπεριέχει µια δραστική τιµωρία του επιτιθέµενου, όµως η τιµωρία αυτή δεν µπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν µεµονωµένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αµυνόµενος πυροβολεί µε τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέµενος.
Στα παραπάνω τέσσερα σηµεία συνοψίσαµε τις προϋποθέσεις, υπό τις όποιες η Ελλάδα θα µπορούσε να κερδίσει έναν πόλεµο εναντίον της Τουρκίας. Προσοχή: δεν λέµε ότι είναι σε θέση να το κάµει ή ότι θα το κάµει, λέµε µόνον ότι, αν το πετύχει, µπορεί να το πετύχει υπ’ αυτές τίς προϋποθέσεις και µόνο. Με τη σειρά τους, όµως, οι προϋποθέσεις αυτές προϋποθέτουν άλλα πράγµατα, δηλαδή ορισµένο στρατιωτικό δυναµικό, ορισµένη δύναµη πυρός και ορισµένη δόµηση των ενόπλων δυνάµεων.
Η τήρηση του κανόνα της συγκέντρωσης των δυνάµεων δεν έχει καµµιάν αξία, όταν οι δυνάµεις σου είναι πενιχρές· και το πρώτο πλήγµα επίσης δεν αποφέρει µεγάλα κέρδη, όταν το καταφέρεις µ’ ένα κυνηγετικό όπλο – γι’ αυτό άλλωστε και η υπογράµµιση της στρατηγικής σηµασίας του πρώτου πλήγµατος διόλου δεν εµπεριέχει κάποιαν έµµεση παρότρυνση να ξεκινήσει κανείς πόλεµο από λεβεντιά και στα καλά καθούµενα· σηµαίνει µόνον ότι, αν ένας εµπόλεµος διαθέτει επαρκή µέσα για ένα καίριο πρώτο πλήγµα, πρέπει να τα χρησιµοποιήσει, εφ’ όσον θέλει να κερδίσει έναν πόλεµο µε δεδοµένες τις σύγχρονες και υπερσύγχρονες τεχνολογικές συνθήκες.
Aφού λοιπόν οι στρατηγικές προϋποθέσεις της νίκης δεν είναι καν δυνατόν να συγκεντρωθούν αν δεν υφίσταται το απαραίτητο στρατιωτικό δυναµικό, τίθεται αυτόµατα το ερώτηµα σε ποιάν κατάσταση βρίσκεται σήµερα από την άποψη αυτή η ελληνική πλευρά, σε σύγκριση πάντα µε την τουρκική. Και αφού το τουρκικό γεωπολιτικό δυναµικό (µε τη γνωστή µας ήδη τριπλή έννοια του όρου) είναι υπέρτερο του ελληνικού, ερωτάται επίσης κατά πόσον η ελληνική πλευρά ισοφαρίζει τα οργανικά της µειονεκτήµατα µε την ανωτερότητά της στον οικονοµικό καί στον εξοπλιστικό τοµέα, κατά πόσον το ποιοτικό της προβάδισµα υπερκαλύπτει τις τυχόν ποσοτικές ελλείψεις.
Στα ερωτήµατα αυτά η απάντηση σήµερα είναι σαφής: η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή µέσα αποτροπής, εάν ορίσουµε την αποτροπή – όπως οφείλουµε να την ορίσουµε – ως ικανότητα να καταφέρεις ένα καίριο πρώτο πλήγµα καί να παραλύσεις για µακρό χρονικό διάστηµα τον εχθρό. Ούτε η ποιοτική υπεροχή της ελληνικής πλευράς αντισταθµίζει τα ποσοτικά της µειονεκτήµατα, ούτε η ελληνική δύναµη πυρός καλύπτει το σύνολο της τουρκικής επικράτειας, αδυνατώντας έτσι να προστατεύσει αποτελεσµατικά και την Κύπρο.
Και το χειρότερο δεν είναι καν η σηµερινή εικόνα καθ’ εαυτήν· είναι η δυναµική της εξέλιξης, αν την παρακολουθήσουµε στην τελευταία δεκαπενταετία και αν κάνουµε τις εύλογες προβολές στο µέλλον µε βάση τις ήδη παρούσες και βαρύνουσες ενδείξεις. Τότε θα δούµε ότι η διεύρυνση της απόστασης ανάµεσα στο στρατιωτικό δυναµικό της Ελλάδας και σ’ εκείνο της Τουρκίας αποτυπώνει λίγο-πολύ πιστά την επέκταση του τουρκικού γεωπολιτικού δυναµικού και τη συρρίκνωση του αντίστοιχου ελληνικού…
ΣΣ. Από τότε που έγραψε τα ανωτέρω προφητικά ο Παναγιώτης Κονδύλης, η κατάσταση έγινε πολύ χειρότερη σε βάρος μας.