Του Πέτρου Αγρέβη – Χασάπη
Με το Σύνταγμα του 1975, το πολιτικό σύστημα εισήγαγε τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας στο κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα. Έκτοτε έχουμε τη λεγόμενη Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, τη γνωστή με το όνομα «μεταπολίτευση».
Το πολίτευμα αυτό, όπως είναι γνωστό, χρεοκόπησε τη χώρα, οδήγησε στα μνημόνια, εκχώρησε το όνομα της Μακεδονίας μας, δέχεται με παθητικότητα τις απειλές και τις ενέργειες της Τουρκίας για συρρίκνωση των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και γενικά έχει οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση. Το ερώτημα είναι σε τι ακριβώς χρησίμευσε ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας ώστε να αποτρέψει όλα τα ανωτέρω;
Φταίνε οι θεσμοί ή οι άνθρωποι που τους υπηρετούν;
Αν ισχυριστεί κάποιος ότι δεν φταίει το συγκεκριμένο πολίτευμα αλλά οι άνθρωποι που το υπηρέτησαν και το υπηρετούν, προσωπικά θα διαφωνήσω. Αρχικά φταίνε οι θεσμοί που ευνοούν την εμφάνιση και διαπαιδαγώγηση συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, οι οποίοι με τη σειρά τους τροποποιούν το πολίτευμα (γιατί το ίδιο το επιτρέπει και μάλιστα χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή), ώστε να το φέρουν ακόμα πιο πολύ στα δικά τους μέτρα και συμφέροντα. Η οικογενειοκρατία και η κληρονομικότητα στην ελληνική πολιτική υπάρχει γιατί το επιτρέπει το συγκεκριμένο πολίτευμα. Ο Κούρτς στην Αυστρία εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει από την πολιτική, αν και νέος σε ηλικία, καθόσον με τους εκεί θεσμούς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει πολιτικά. Αντίθετα ένα αντίστοιχο σκάνδαλο εδώ στην Ελλάδα, δεν θα είχε κάποια συνέπεια.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εισήγαγε το Σύνταγμα του 1975, κατά το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε πολύ αυξημένες αρμοδιότητες που τον καθιστούσαν ουσιαστικό ρυθμιστή του πολιτεύματος. Μπορούσε να διαλύει τη Βουλή, αν διαπίστωνε ότι βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα. Μπορούσε να συγκαλεί το υπουργικό συμβούλιο και να προεδρεύει, χωρίς την παρουσία του πρωθυπουργού. Μπορούσε να προκηρύσσει δημοψηφίσματα για κρίσιμα εθνικά θέματα χωρίς καν να ρωτήσει την κυβέρνηση. Μπορούσε να απευθύνει διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό, χωρίς να παίρνει την άδεια του πρωθυπουργού. Μπορούσε να συγκαλεί το Συμβούλιο της Δημοκρατίας. Μπορούσε να παύσει την κυβέρνηση μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας. Μπορούσε φυσικά να κάνει και πολλά άλλα πράγματα που τον καθιστούσαν πραγματικό ρυθμιστή του πολιτεύματος. Ταυτόχρονα θέσπισε μια δύσκολη εκλογή, ώστε να επιτυγχάνονται ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις.
Το λάθος του Κωνσταντίνου Καραμανλή
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αρχικά είχε στις προθέσεις του, αυτός ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται απευθείας από το λαό. Θα λέγαμε ότι είχε στο μυαλό του ένα πολίτευμα ημιπροεδρικής δημοκρατίας σαν αυτό της Γαλλίας, αλλά πείστηκε να μην το κάνει από τους τότε συμβούλους του. Δεν το έκανε αυτό και δυστυχώς δεν πρόσεξε ούτε να θέσει στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του άρθρου 110 του Συντάγματος και τις πιο πάνω αρμοδιότητες. Προφανώς δεν φαντάστηκε τι θα ακολουθούσε. Έτσι ήρθε μετέπειτα ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος αφαίρεσε όλες αυτές τις αρμοδιότητες, προσαρμόζοντας το Σύνταγμα στα δικά του μέτρα, μιας προσωποπαγούς αιρετής μοναρχίας. Αυτό που λέμε πρωθυπουργοκεντρικό πολίτευμα, όπου τα πάντα, κυβέρνηση, βουλή και δικαιοσύνη, δηλαδή και οι τρεις, υποτίθεται ανεξάρτητες εξουσίες, εξουσιάζονται απόλυτα από το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Οι μετέπειτα «ξεχείλωσαν» εντελώς την αυστηρή μορφή του Συντάγματος, με αποτέλεσμα πλέον να εμφανίζονται καταστροφικές συνέπειες, χωρίς όμως πολιτικά και ποινικά υπεύθυνους. Τα αποτελέσματα αυτής της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, τα ζούμε όλοι καθημερινά. Έτσι η αποδοχή του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες, συγκεντρώνει τα μικρότερα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, χωρίς φυσικά να «ιδρώνει το αυτί» των συστημικών πολιτικών προσώπων. Γιατί άλλωστε, ποιος θα τα ελέγξει;
Τσίπρας και Μητσοτάκης για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας
Μια μορφή εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό, αν και την πρότεινε στην προηγούμενη Βουλή ο κ. Τσίπρας, εντούτοις ούτε το ίδιο του το κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν την υπερψήφισε ώστε να περάσει, έστω ως πρόταση, στην τωρινή αναθεωρητική Βουλή. Αντιθέτως ήρθε ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος εισήγαγε επί της ουσίας τον θεσμό του κομματικού πλέον Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού μπορεί να εκλέξει ΠτΔ το μεγαλύτερο κόμμα, ακόμα και αν δεν διαθέτει 151 βουλευτές. Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 4 του Συντάγματος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται, κατά την πέμπτη ψηφοφορία, ο σχετικά πλειοψηφήσας μεταξύ των συνυποψηφίων.
Ποια η αξία του θεσμού σήμερα;
Μετά και την τελευταία αυτή εξέλιξη, η οποία μείωσε ακόμα πιο πολύ το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας και την αξία του θεσμού, συνυπολογίζοντας και τις, κατά τα ανωτέρω, αφαιρεθείσες αρμοδιότητες, τίθεται το εύλογο ερώτημα, ποια η χρησιμότητα πλέον του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας; Η μόνη τυπική αρμοδιότητα που του έχει απομείνει είναι αυτή του άρθρου 37 του Συντάγματος, κατά την οποία παρέχει τις απόλυτα και αυστηρά καθορισμένες τυπικές διερευνητικές εντολές για σχηματισμό κυβέρνησης. Όμως αυτό θα μπορούσε να το κάνει και ένας ανώτατος δικαστικός, χωρίς να απαιτείται η διατήρηση ενός τόσο πανάκριβου θεσμού, όπως αυτός της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Εξάλλου, αν υπάρξει αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, η εντολή δίνεται σε έναν από τους προέδρους των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό, η Ελλάδα έχει ένα πολίτευμα στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν παίζει κανέναν απολύτως ενεργό ρόλο. Δεν μπορεί φυσικά να είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος, αφού δεν διαθέτει καμία ουσιαστική αρμοδιότητα, ούτε μπορεί πλέον να αποτελεί σύμβολο ενότητας του έθνους, αφού όπως είδαμε εξελίχθηκε θεσμικά, μετά και την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, σε έναν δυνητικά μειοψηφικό κομματικό πρόεδρο.
Τι μπορεί να γίνει;
Επειδή εν τέλει ο αναγνώστης πάντα θέλει να ακούει αντιπρόταση, δύο τινά πρέπει να γίνουν. Είτε να υλοποιηθεί η αρχική βούληση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας που θα εκλέγεται απευθείας από το λαό, με τις αρχικές όμως αυξημένες αρμοδιότητες, δηλαδή μιλάμε για ένα ημιπροεδρικό κοινοβουλευτικό σύστημα, είτε να περάσουμε στο καθαρά Προεδρικό Σύστημα, το οποίο κατά τη γνώμη μου ταιριάζει απόλυτα στην δημοκρατική ιδιοσυγκρασία του ελληνικού λαού.